- αυτοκρατορικός
- impérial
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αυτοκρατορικός — ή, ό (AM αὐτοκρατορικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αυτοκράτορα νεοελλ. αυτός που αρμόζει σε αυτοκράτορα 2. «αυτοκρατορική ιδέα» η πολιτειολογική άποψη για τη μοναδικότητα της αυτοκρατορικής εξουσίας σε ολόκληρη την οικουμένη… … Dictionary of Greek
αυτοκρατορικός — ή, ό 1. αυτός που έχει να κάνει με τον αυτοκράτορα: Ονομαστή έμεινε η αυτοκρατορική φρουρά του Μ. Ναπολέοντα. 2. οπαδός του αυτοκρατορικού πολιτικού συστήματος: Παλιότερα στην Αγγλία υπήρχε αυτοκρατορικό κόμμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐτοκρατορικά — αὐτοκρατορικός of or for the Imperator neut nom/voc/acc pl αὐτοκρατορικά̱ , αὐτοκρατορικός of or for the Imperator fem nom/voc/acc dual αὐτοκρατορικά̱ , αὐτοκρατορικός of or for the Imperator fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκρατορικῶν — αὐτοκρατορικός of or for the Imperator fem gen pl αὐτοκρατορικός of or for the Imperator masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκρατορικόν — αὐτοκρατορικός of or for the Imperator masc acc sg αὐτοκρατορικός of or for the Imperator neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκρατορικαῖς — αὐτοκρατορικός of or for the Imperator fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκρατορικαί — αὐτοκρατορικός of or for the Imperator fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκρατορικοῖς — αὐτοκρατορικός of or for the Imperator masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκρατορικῆς — αὐτοκρατορικός of or for the Imperator fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκρατορικῇ — αὐτοκρατορικός of or for the Imperator fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκρατορική — αὐτοκρατορικός of or for the Imperator fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)